- λεντιάριος
- λεντιάριος, ὁ (Α)στον πληθ. οί λεντιάριοιπιθ. υπάλληλοι στα λουτρά οι οποίοι παρείχαν τα λέντια.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lintearius < λατ. linteum ή lenteum «λινό»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεντιάριοι — λεντιάριος linteum masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)